μοχθοῦν

μοχθοῦν
μοχθέω
to be weary
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
μοχθέω
to be weary
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
μοχθόω
weary
pres part act masc voc sg
μοχθόω
weary
pres part act neut nom/voc/acc sg
μοχθόω
weary
pres inf act (epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προπατορικό αμάρτημα — Έτσι χαρακτηρίζεται από την εβραϊκή και από τη χριστιανική θρησκεία η παράβαση του θελήματος του Θεού από τους πρωτοπλάστους. Η παράβαση εκείνη είχε ως αποτέλεσμα να απομακρυνθούν, κατά την Παλαιά Διαθήκη, οι πρωτόπλαστοι από τον παράδεισο και να …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”